φούντι

φούντι
I τό доска (днища бочки)
φούντι2
II τό фунт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φούντι" в других словарях:

  • φούντι — Μικρό νησί στον νότιο Ευβοϊκό, κοντά στον όρμο Μαρμάρι. Στο νησί αυτό τοποθετήθηκε το 1913 ο πρώτος ελληνικός αυτόματος φάρος. * * * (I) το, Ν καθεμιά από τις σανίδες τού πυθμένα τού βαρελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fundus «πυθμένας»]. (II) το, Ν βλ …   Dictionary of Greek

  • φούντι — το 1. (λ. ιταλ.), καθεμιά από τις σανίδες στον πάτο του βαρελιού. 2. (λ. γερμ.), η γερμανική λίτρα, το πφουντ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Petalii — Lage der Inseln Die Petalii (griechisch Πεταλιοί (m. pl.), auch Petali, Petalische Inselgruppe, lat. Petaliae) sind eine Inselgruppe von zehn kleinen Inseln vor der westlichen Küste Euböas, rund 17 km von der Ostküste Attikas entfernt.… …   Deutsch Wikipedia

  • πφουντ — και φούντι, το, Ν γερμανικό μέτρο βάρους που ισοδυναμεί με μισό κιλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Pfund] …   Dictionary of Greek

  • φουντώνω — (I) Ν [φούντα] 1. (για φυτό) βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά 2. (για φωτιά κ.ά. φαινόμενα) δυναμώνω, εντείνομαι, επιτείνομαι, επεκτείνομαι (α. «φούντωσε η πυρκαγιά» β. «φούντωσε η λαϊκή αγανάκτηση» γ. «φούντωσε η εξέγερση») 3. οργίζομαι («φουντώνει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»